Ταρσός

Ταρσός
Ταρσός, οῦ, ἡ (the sing. form of the name in Diod S 14, 20, 2; Strabo 14, 5, 9; Dio Chrys. 16 [33], 17; 17 [34], 46; Arrian, Anab. 2, 4, 7; Joseph., ins) Tarsus, capital of Cilicia in southeast Asia Minor (Diod S, loc. cit., μεγίστη τῶν ἐν Κιλικίᾳ πόλεων) famous as a seat of Gk. learning Ac 9:30; 11:25; 21:39 D; 22:3 (Τ. τῆς Κιλικίας as Diod S 20, 108, 2; Xenophon Eph. 2, 13, 5; Jos., Ant. 9, 208).—WRamsay, The Cities of St. Paul 1907, 85–244; HBöhlig, Die Geisteskultur v. Tarsos 1913; HSteinmann, Z. Werdegang d. Pls. D. Jugendzeit in Tarsus 1928; WvanUnnik, Tarsus or Jerusalem ’62; AJones, The Cities of the Eastern Roman Provinces2 ’71; Pauly-W. IV 2413–39; Kl. Pauly V 529f; BHHW III 1933; Haenchen on Ac 22:3. S. also CHemer, Acts index.; s. also s.v. Κιλικία.—PECS 883f. Schürer III 33f (lit.).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — frame of wicker work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — ο το πίσω μέρος της πατούσας του ποδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.050 μ., 11 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ταρσός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 20 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 100 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φενεού …   Dictionary of Greek

  • ταρροί — ταρσός frame of wicker work masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρροῦ — ταρσός frame of wicker work masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρῷ — ταρσός frame of wicker work masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρόν — ταρσός frame of wicker work masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρός — ταρσός frame of wicker work masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”